Ο καταρράκτης είναι η συχνότερη οφθαλμοπάθεια, καθώς σχεδόν όλοι οι άνθρωποι έχουν χειρουργηθεί γι’ αυτόν μέχρι την ηλικία των 80 ετών.
Η ανάπτυξή του έχει σοβαρό -αλλά συχνά όχι εύκολα αντιληπτό- αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής, καθώς σταδιακά παρεμποδίζει ολοένα περισσότερες καθημερινές δραστηριότητες. Επειδή αυτό συμβαίνει σταδιακά, οι περισσότεροι πάσχοντες δεν έχουν τη δυνατότητα να το αντιληφθούν.
Η μη έγκαιρη αντιμετώπισή του, όμως, σχετίζεται με σημαντικές επιπλοκές, κυρίως ατυχήματα από πτώσεις, που λανθασμένα χαρακτηρίζονται σαν αστάθεια. Αυτές οφείλονται στο ότι μειώνεται η διακριτότητα, ειδικά σε λευκό έδαφος με πολύ φως, (π.χ. κατεβαίνοντας λευκά σκαλοπάτια όταν υπάρχει έντονη ηλιοφάνεια).Έχει ενοχοποιηθεί επίσης για αύξηση του κινδύνου για άνοια, αφού η σταδιακή ελάττωση της όρασης μειώνει σημαντικά τις πνευματικές δραστηριότητες στα άτομα της τρίτης ηλικίας.
Για την αντιμετώπισή του, η μοναδική θεραπεία είναι η χειρουργική επέμβαση. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο εκτελούνται δεκάδες εκατομμύρια επεμβάσεις καταρράκτη σε όλο τον κόσμο, με τη συχνότητα να κυμαίνεται από χώρα σε χώρα μεταξύ 100 και 6.000 επεμβάσεων ανά 1 εκατομμύριο πληθυσμού.
Η εγχείρηση είναι στατιστικά η πλέον ασφαλής επέμβαση και βελτιώνει σημαντικά την όραση στην συντριπτική πλειονότητα των ασθενών (πάνω από το 90%). Ωστόσο μετά τη διενέργειά της μπορεί να παρουσιαστούν ορισμένα παροδικά προβλήματα, τα οποία συνήθως διαρκούν περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Από τα πιο συνηθισμένα είναι η προσωρινά θολή όραση, η παροδική ξηροφθαλμία, η αίσθηση ξένου σώματος στο χειρουργημένο μάτι, η δυσφωτοψία, το έντονο κοκκίνισμα του ματιού, ακόμα και η ναυτία ή η ευαισθησία στο φως. Αρκετοί ασθενείς εξάλλου παρουσιάζουν μερικάχρόνια αργότερα νέο θόλωμα στην όρασή τους που νομίζουν (λανθασμένα) ότι είναι «υποτροπή» του καταρράκτη.
Ο δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, Χειρουργός – Οφθαλμίατρος, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, εξηγεί πού μπορεί να οφείλονται αυτά τα προβλήματα και πώς αντιμετωπίζονται.
Το παροδικό θόλωμα της όρασης: Είναι πολύ συχνό τις πρώτες 1-2 ημέρες και σπανιότερα τις πρώτες εβδομάδες μετά την εγχείρηση. Συνήθως οφείλεται στο φυσιολογικό οίδημα του ματιού λόγω της επέμβασης και αυτό είναι συνάρτηση του πόσο προχωρημένος είναι ο καταρράκτης κατά την αφαίρεση του. Το θόλωμα είναι πιο συχνό στους ασθενείς με πιο μεγάλο, πιο πυκνό ή/και πιο παραμελημένο και τεχνικά «σκληρό» καταρράκτη. Συνήθως αντιμετωπίζεται με αντιφλεγμονώδη κολλύρια για τα μάτια. Κατά κανόνα υποχωρεί σε μία εβδομάδα. Αν διαρκέσει περισσότερο, συμβουλευθείτε τον οφθαλμίατρό σας.
Η ξηροφθαλμία: Σχεδόν όλοι οι ασθενείς αναπτύσσουν κάποιου βαθμού παροδική ξηροφθαλμία μετά την επέμβαση. Αυτή οφείλεται στον τραυματισμό που υφίσταται μικρός αριθμός νεύρων, καθώς ο γιατρός διανοίγει την τομή στην επιφάνεια του ματιού. Τα νεύρα επουλώνονται σχετικά σύντομα, περίπου εντός τριμήνου. Η παροδική ξηροφθαλμία μετά την επέμβαση καταρράκτη συνήθως αντιμετωπίζεται με τεχνητά δάκρυα που θα συστήσει ο οφθαλμίατρος.
Η αίσθηση ξένου σώματος στο μάτι: Πολλοί ασθενείςτην εκδηλώνουν, λόγω της τομής στο μάτι. Υποχωρεί μέσα σε περίπου μία εβδομάδα. Αν όμως έχετε και ξηροφθαλμία, η ενόχληση μπορεί να διαρκέσει έως και τρεις μήνες. Και αυτό συνήθως παρατηρείται συχνότερα στις γυναίκες.
Η δυσφωτοψία: Πολλοί ασθενείς «βλέπουν» μετά την εγχείρηση λάμψεις, άλω («φωτοστέφανα» γύρω από τα φώτα) και άλλες ενοχλητικές «εικόνες», που είναι γνωστές ως δυσφωτοψία. Οι εικόνες αυτές είναι πιο συχνές τη νύχτα ή στο ημίφως και στους ασθενείς στους οποίους τοποθετούνται πολυεστιακοί τεχνητοί φακοί. Η αντιμετώπισή της εξαρτάται από την πιθανή αιτία. Μπορεί να χρειασθούν από ειδικές σταγόνες και διορθωτικά γυαλιά έως θεραπεία με λέιζερ (αν οφείλεται σε θόλωμα του περιφακίου). Σε πολλές περιπτώσεις, πάντως, η δυσφωτοψία υποχωρεί μέσα σε λίγους μήνες χωρίς θεραπεία. Αν επιμείνει πάνω από 3-4 μήνες, μιλήστε με τον οφθαλμίατρό σας.
Η ευαισθησία στο φως: Μια μικρή ευαισθησία στο φως τις πρώτες μέρες μετά την επέμβαση είναι αναμενόμενη, λόγω της ξηροφθαλμίας. Αν όμως αντανακλαστικά μισοκλείνετε ή κλείνετε εντελώς τα μάτια σας στο φως, συμβουλευθείτε τον οφθαλμίατρό σας. Οι πιθανές αιτίες κυμαίνονται από φλεγμονή έως λοίμωξη.
Η ναυτία: Η ναυτία μετά την επέμβαση τυπικά είναι παρενέργεια στην αναισθησία. Μερικές φορές διαρκεί μια-δυο μέρες. Να πίνετε άφθονα υγρά και να μην μένετε με άδειο στομάχι έως ότου υποχωρήσει.
Το έντονο κοκκίνισμα στο λευκό τμήμα του ματιού: Επιστημονικά λέγεται υπόσφαγμα και είναι πολύ συνηθισμένο, λόγω της φλεγμονής ή/και της ρήξης μικροσκοπικών αιμοφόρων αγγείων κατά την επέμβαση. Αν και μοιάζει τρομακτικό, συνήθως υποχωρεί σε 2-3 εβδομάδες. Αν όμως συνοδεύεται από πόνο, ευαισθησία στο φως ή/και αλλαγή στην όραση, συμβουλευθείτε αμέσως τον οφθαλμίατρό σας.
Το νέο θόλωμα της όρασης: Κατά την επέμβαση, ο οφθαλμίατρος κάνει μικρή τομή στην επιφάνεια του ματιού και αφαιρεί τον θολωμένο φυσικό φακό. Αφήνει όμως στη θέση του την μεμβράνη που τον στηρίζει (λέγεται περιφάκιο), για να τοποθετήσει τον συνθετικό φακό (ή ενδοφακό). Πολλοί ασθενείς παρουσιάζουν νέο θόλωμα στην όρασή τους, συνήθως μέσα σε λίγους μήνες έως 1-2 χρόνια από την επέμβαση. Σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα εντοπίζεται στο περιφάκιο, πάνω στο οποίο αναπτύσσονται μετεγχειρητικά κύτταρα σαν ουλώδης ιστός. Το θόλωμα του περιφακίου λέγεται «δευτερογενής καταρράκτης» και αντιμετωπίζεται με λέιζερ, αλλά χωρίς να γίνει τομή στον οφθαλμό.
«Οι ασθενείς πρέπει να βάζουν ειδικές οφθαλμικές σταγόνες και να λαμβάνουν ορισμένα μέτρα προστασίας (π.χ. να αποφεύγουν να πλύνουν και να τρίψουν το μάτι τους) για τουλάχιστον μία εβδομάδα μετά την επέμβαση. Η πλήρης επούλωση μπορεί να διαρκέσει έως και οκτώ εβδομάδες, αλλά η βελτίωση στην όραση θα είναι αισθητή πολύ νωρίτερα. Ωστόσο οι ασθενείς μπορεί ακόμα να χρειάζονται διορθωτικά γυαλιά, αν και οι βαθμοί τους μπορεί να έχουν αλλάξει, αναλόγως με το είδος του ενδοφακού που τοποθετήθηκε. Αν, όμως, εκδηλώσουν πόνο, εμφανίσουν σκοτεινό σημείο στο οπτικό τους πεδίο ή γενικώς αισθάνονται ότι το μάτι τους δεν επουλώνεται όπως είχε πει ο γιατρός, πρέπει να επικοινωνήσουν αμέσως μαζί του», καταλήγει ο κ. Κανελλόπουλος.