Την περίοδο Ιούνιος 2012 – Δεκέμβριος 2014, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, στη διαδικασία απονομής συντάξεων του Δημοσίου προωθήθηκε η εξυγίανση, η διαφάνεια και η αποτελεσματική διαχείριση.
Μεταξύ άλλων, πραγματοποιήθηκε, από το Μάρτιο, η απογραφή των συνταξιούχων του Δημοσίου για την εξακρίβωση των πραγματικά δικαιούχων.
Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2012 και επέφερε θετικά αποτελέσματα για τα δημόσια οικονομικά.
Για όσους ελάμβαναν σύνταξη και δεν απογράφησαν, ανεστάλη η χορήγησή της. Έτσι, στο τέλος του 2014 δεν χορηγούταν καμία παράνομη σύνταξη.
Επίσης, στις περιπτώσεις παράνομα εισπραχθέντων συντάξεων, αναζητήθηκαν ποσά ύψους 64,4 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων ανακτήθηκαν 42,2 εκατ. ευρώ, ενώ για το υπόλοιπα 22,2 εκατ. ευρώ η διαδικασία αναζήτησης συνεχίστηκε (από κληρονόμους και με καταλογισμό συνδικαιούχων ή κληρονόμων στις αρμόδιες ΔΟΥ). Το μηνιαίο δημοσιονομικό όφελος ανερχόταν στα 1,3 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2014.
Παράλληλα, με το Ν. 4151/2013, θεσμοθετήθηκε ολική απογραφή, κάθε 5 χρόνια, η οποία, σε συνδυασμό με τη θέσπιση του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης των μεταβολών της προσωπικής κατάστασης του συνταξιούχου, εκμηδένισε τη δυνατότητα είσπραξης για μεγάλο χρονικό διάστημα από τρίτους ποσών που πιστώθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό θανόντων συνταξιούχων του Δημοσίου, λόγω της δόλιας μη γνωστοποίησης του θανάτου αυτού στις αρμόδιες υπηρεσίες.
Έτσι, όπως αποδεικνύεται σήμερα, «ξεριζώθηκε» μία ακόμη νοσηρή πρακτική που είχε διαιωνισθεί επί μακρόν.
Η τότε Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έπραξε αυτό που ήταν κοινωνικά δίκαιο, οικονομικά ορθό και θεσμικά επιβεβλημένο.