Τρεις καυτές αποφάσεις για συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους
Εν ενεργεία δημόσιοι υπάλληλοι, όπως και συνταξιούχοι του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, ελπίζοντας ότι με τις αποφάσεις του θα έρθει η οριστική και αμετάκλητη δικαίωσή τους
Τρεις καυτές αποφάσεις με έντονο κοινωνικό αντίκτυπο και οικονομικές επιπτώσεις, οι οποίες συνδέονται με την επιστροφή των δώρων και τις περικοπές των συντάξεων, αναμένουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον χιλιάδες πολίτες από το Συμβούλιο της Επικρατείας εντός του 2019.
Εν ενεργεία δημόσιοι υπάλληλοι, όπως και συνταξιούχοι του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, ελπίζοντας ότι με τις αποφάσεις του θα έρθει η οριστική και αμετάκλητη δικαίωσή τους σε ό,τι αφορά το κομβικό ζήτημα της επιστροφής των καταργημένων δώρων των Χριστουγέννων, του Πάσχα και του επιδόματος θερινής άδειας.
Η πρόσφατη απόφαση του 6ου Τμήματος του ΣτΕ, το οποίο υπό τη διευρυμένη 7μελή σύνθεσή του αναγνώρισε ότι είναι αντισυνταγματική η κατάργηση των ήδη ψαλιδισμένων δώρων σε εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, μπορεί να παραπέμπει προς επίλυση το θέμα αυτό στην Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά κατά γενική ομολογία ανοίγει ένα παράθυρο με… θέα τη δικαίωση χιλιάδων εργαζομένων στο Δημόσιο.
Η απόφαση αυτή μάλιστα, παρά το γεγονός ότι δεν είναι οριστική και επί της ουσίας δεν παράγει κάποιο έννομο αποτέλεσμα και πολύ περισσότερο δεν οδηγεί κανέναν για είσπραξη στο ταμείο, εντούτοις – σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών – θα προκαλέσει νέο κύμα προσφυγών και διεκδικήσεων εκ μέρους και άλλων δημοσίων υπαλλήλων.
Η πρώτη απόφαση
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι αυτή η πρώτη απόφαση που έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο αφορούσε εν ενεργεία δικαστικούς υπαλλήλους, οι οποίοι είχαν δικαιωθεί και σε επίπεδο Διοικητικού Δικαστηρίου, αλλά το Δημόσιο εξαντλώντας τα νομικά του όπλα άσκησε αναίρεση και έτσι η υπόθεση έφτασε μέχρι το ΣτΕ.
Το σημαντικό στη συγκεκριμένη απόφαση εκτός του ότι αφορά εν ενεργεία υπαλλήλους του Δημοσίου, είναι το γεγονός πως οι δικαστές δεν βάζουν κάποιο πλαφόν για τη διεκδίκηση των κομμένων δώρων, αλλά αντίθετα βάζουν κάτω από την ίδια ομπρέλα όλους τους εργαζομένους στο Δημόσιο ανεξάρτητα από τη μισθολογική κλίμακα στην οποία ανήκουν.
Οι ανώτατοι δικαστές έκριναν, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασής τους, ότι οι επίμαχες περικοπές που έγιναν με τον νόμο 4093/12 (δεύτερο Μνημόνιο) οδηγώντας στην πλήρη κατάργηση των τριών επιδομάτων, αντίκεινται σε μία σειρά συνταγματικών διατάξεων και τις απορρέουσες από αυτές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
«Ο νομοθέτης όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης», αναφέρουν στον σκεπτικό τους.
Οι δικαστές αναγνωρίζουν ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο επισημαίνουν ότι: «Με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτέρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών». Και προσθέτουν ότι, επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, «οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από τον μισθό του καθενός».
Ολες αυτές τις παραμέτρους θα κληθεί να σταθμίσει και η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου που συνεδριάζει την 1η Φεβρουαρίου 2019, από την απόφαση της οποίας εξαρτάται αν τελικά θα επιστραφούν τα καταργημένα δώρα στους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους.
Μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για το κρίσιμο αυτό θέμα, αναμένεται – εκτός απροόπτου – να έχει εκδοθεί από το Δικαστήριο μία άλλη εξίσου σοβαρή απόφαση επί προσφυγών που έχουν ήδη συζητηθεί και αφορά στις διατάξεις του αποκαλούμενου «νόμου Κατρούγκαλου».
Απόφαση που επίσης, όπως εκτιμάται, ανάλογα με το περιεχόμενό της θα έχει εκτός από νομική και οικονομική διάσταση καθώς αφορά τόσο ασφαλιστικά όσο και συνταξιοδοτικά θέματα.
Οι συνταξιούχοι
Το τρίπτυχο των υποθέσεων με δημοσιονομικό αντίκτυπο συμπληρώνει η πρόσφατη αίτηση που κατέθεσαν, επίσης ενώπιον του ΣτΕ, σωματεία συνταξιούχων ζητώντας να συμμορφωθεί η πολιτεία με παλαιότερες αποφάσεις του Δικαστηρίου, που είχαν εκδοθεί υπό τον τότε πρόεδρό του Σωτήριο Ρίζο, και δικαίωναν τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα.
Συγκεκριμένα στην Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, με βάση απόφαση της προέδρου του ΣτΕ Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, θα συζητηθούν στις 23 Ιανουαρίου 2019 οι αιτήσεις Σωματείων συνταξιούχων – του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, του ΕΤΑΤ (ήδη ΕΤΕΑ) κ.λπ. – που αφορούν τη μη εφαρμογή εκ μέρους της κυβέρνησης μιας σειράς αποφάσεων του 2015, με τις οποίες κρίθηκε ότι είναι αντισυνταγματικές και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) οι περικοπές των συντάξεων, κυρίων και επικουρικών, του ιδιωτικού τομέα που έγιναν το 2012.
Σε περίπτωση λοιπόν που οριστικά και αμετάκλητα με τις αποφάσεις του το ΣτΕ δικαιώσει τους προσφεύγοντες, τότε αυτονόητο είναι ότι η Πολιτεία θα πρέπει να τις εφαρμόσει, γιατί σε διαφορετική περίπτωση η μη συμμόρφωση του Δημοσίου θα σηματοδοτήσει νέο κύκλο δικαστικών διεκδικήσεων.
Πηγή: tovima.gr